Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Προς έναν ευρωπαϊκό εθνικισμό, και ολοκληρωτισμό;

Άρθρο αναδημοσιευμένο από το πολιτικό-δημοσιογραφικό περιοδικό Unfollow, τεύχος 12 (Δεκεμβρίου), με τίτλο Κρίση και «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση»: το πολιτικό διακύβευμα της ευρωπαϊκής «κρίσης».
Προς έναν ευρωπαϊκό εθνικισμό, και ολοκληρωτισμό;
Κρίση και «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση»: το πολιτικό διακύβευμα της ευρωπαϊκής «κρίσης».


Πίσω από την οικονομική «κρίση» που πλήττει την Ελλάδα και άλλες χώρες τις ΕΕ δεν βρίσκεται μόνο ένας οικονομικός σχεδιασμός επιβολής. Υπάρχει και ένας άμεσος πολιτικός σχεδιασμός που ακούει στο όνομα Πολιτική Ολοκλήρωση. Πρόκειται για ένα σχέδιο κατασκευής ευρωπαϊκού υπερκράτους, σχέδιο δηλαδή εξολοκλήρου εθνικιστικό.
Η «κρίση» είναι μια κατασκευασμένη κατάσταση με σκοπό τη δημιουργία έκτακτης ανάγκης, που με τη σειρά της βοηθά στην εμπέδωση οικονομικών πολιτικών που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Αυτές οι πολιτικές συμπυκνώνονται στην άμεση συρρίκνωση των εργασιακών κεκτημένων και μισθών καθώς και στο ξεπούλημα του βασικότερου κεφαλαίου παραγωγής, που είναι η γη και το νερό. Η «κρίση» που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα έχει ήδη επεκταθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε βαθμό που ήδη οι «ιθύνοντες» και τα ΜΜΕ διεθνώς μιλούν για «ευρωπαϊκή κρίση». Και αυτό ήταν το ζητούμενο: να μεταφερθεί η κουβέντα στο ζήτημα της Ευρώπης προκειμένου να ληφθούν μέτρα θεσμικά και μακροπρόθεσμα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέτρα που θα οδηγήσουν σε μια κεντρική κρατική εξουσία, σε ένα συγκεντρωτικό ευρωπαϊκό (εθνικό) κράτος. Την αρχή έκανε η «κρίση χρέους» και το ευρωομόλογο.
 
Το Ευρωομόλογο
Είδαμε στην Ελλάδα κατά την προεκλογική περίοδο να προτάσσεται ως λύση για τη διαχείριση του χρέους η έκδοση ευρωομολόγων. Το ευρωομόλογο με απλά λόγια σημαίνει την ανάληψη του χρέους μιας χώρας-μέλους από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ). Τώρα όμως που οι χώρες που το έχουν «ανάγκη» πληθαίνουν, προκύπτει, λένε, η ανάγκη κεντρικού μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, πρωθυπουργοί και υπουργοί οικονομικών ανέπτυξαν το ορθολογικό επιχείρημα πως, δεν μπορεί η ΕΕ να αναλάβει τα χρέη των χωρών χωρίς να αναλάβει ταυτόχρονα και τα έσοδά τους, τους προϋπολογισμούς τους δηλαδή και τη διαχείριση της περιουσίας τους! Στις 2 Ιουνίου ο ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι βεβαίωσε ότι θα εκδοθεί σύντομα ευρωομόλογο, και ο ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι ζήτησε με δηλώσεις του μια ανεξάρτητη αρχή σε επίπεδο ευρωζώνης που θα ελέγχει και θα εναρμονίζει τα δημοσιονομικά στην οποία πρακτικά θα πρέπει να μεταφερθούν επιπλέον κομμάτια εθνικής κυριαρχίας. Οι δηλώσεις αυτές έρχονται να συμπληρώσουν τη σχετική φιλολογία που κυριάρχησε λίγες μέρες πριν, σύμφωνα με την οποία στην άτυπη σύνοδο κορυφής του Μαίου ο γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Ορλάντ ήρθε σε «μετωπική σύγκρουση» με τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία αντιδρά στο ευρωομόλογο. Όμως, η άρνηση της Μέρκελ φαίνεται να είναι περισσότερο ένα τέχνασμα για να οδηγήσει πιο άμεσα στην δημοσιονομική ένωση. «Δεν μπορείτε να ζητάτε ευρωομόλογα και μετά να μην είσαστε έτοιμοι να κάνουμε το επόμενο βήμα προς την ολοκλήρωση. Έτσι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα επιτυχημένο νόμισμα», δήλωσε η Μέρκελ στο συνέδριο των χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία και ζήτησε από τα μέλη της ευρωζώνης να παραδώσουν περισσότερη εθνική κυριαρχία με αντάλλαγμα την ανάπτυξη που τα μέλη ζητούν. «Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη, περισσότερες αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμών», δήλωσε σε άλλη ευκαιρία.
  
Η παρουσίαση του θέματος στα ΜΜΕ
Όπως θα έχει κανείς παρατηρήσει στον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών ΜΜΕ, ο ρόλος τους ανάγεται ουσιαστικά στην προετοιμασία του κόσμου προκειμένου να δεχτούν τα μέτρα που ετοιμάζονται. Συνήθως το κάνουν εν μέσω υστερικών φωνών και δήθεν αντιδράσεων. Στην περίπτωση όμως της δημοσιονομικής ενοποίησης, επειδή πρόκειται για μια μακρόσυρτη διαδικασία που καλείται να ξεπεράσει πολλές εσωτερικές αντιστάσεις, τα πράγματα είναι πιο θερμά και απροκάλυπτα. Ενδεικτικά θα παραθέσω τις θέσεις που εκφράστηκαν από την ΝΕΤ στις 5 Ιουνίου 2012 – παρόλο που οι ειδήσεις δεν πρέπει να παρουσιάζουν θέσεις αλλά μόνο γεγονότα. Στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων, λοιπόν, η παρουσιάστρια κα Έλλη Στάη εισήγαγε το θέμα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» ως εξής: «Με την ευρωζώνη να ακροβατεί επικίνδυνα στο τεντωμένο σκοινί της κρίσης, φουντώνουν και τα σενάρια για λύσεις ιστορικής σημασίας. Η συζήτηση που ξεκίνησε με αφετηρία το δημοσιονομικό σύμφωνο ως απάντηση στην κρίση χρέους ανοίγει τώρα το κεφάλαιο τραπεζική ενοποίηση. Πάμε να δούμε λοιπόν ποια είναι αυτά τα σχέδια που μπορεί να οδηγήσουν στις Ηνωμένες Ευρωπαϊκές Πολιτείες, και μακάρι»! Ακολουθεί το ρεπορτάζ: «Η κρίση του ευρώ έθεσε επιτέλους το υπέρτατο δίλλημα: ή θα πεθάνει το ευρώ ή θα γεννηθεί μια νέα ομοσπονδιακή Ευρώπη. Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δηλαδή; Οι Βρυξέλες και το Βερολίνο έχουν δει μπροστά τους τον αναπόφευκτο μονόδρομο. Μέσα στις επόμενες τρεις βδομάδες, η τετραρχία της Ευρώπης, Γιούνγκερ, Ρομπάι, Μπαρόζο και Ντράγκι θα οργώσουν την Ευρώπη αναζητώντας υποστήριξη σε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που φιλοδοξεί να αλλάξει τη ζωή μισού δισεκατομμυρίου πολιτών». Σε αυτό το σημείο μπαίνει λεζάντα (με μουσική) που γράφει: ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΩΣΗ: Ένας για όλους και όλοι για έναν, και το ρεπορτάζ συνεχίζει: «το σχέδιο συνεπάγεται λιγότερη ευθύνη για τις κυβερνήσεις αλλά και λιγότερη δημοκρατία: κρατικοί προϋπολογισμοί με σφραγίδα Βρυξελλών, ευρωομόλογο για τα εκκρεμή χρέη των χωρών, ενιαία φορολογία και εργατική νομοθεσία, τραπεζική ένωση για να υπάρχει εποπτεία από τις Βρυξέλλες, ευρωπαϊκή αρχή ανακεφαλαιοποίησης». Ακολουθεί δήλωση του Ζοζέ Μπαρόζο: «είναι σημαντικό να έχουμε αυτή τη μακρόπνοη προοπτική για περισσότερη Ευρώπη». Συνεχίζει το ρεπορτάζ που τώρα έχει λεζάντα: Υπερ-Κράτος και δημοκρατία: «Είναι προφανές ότι, αφού κανένα κράτος δεν θα μπορεί να καθορίζει την μακροοικονομική στρατηγική του, η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει κεντρικά την ευθύνη της άμυνας και να ασκεί υπεύθυνη εξωτερική πολιτική υπερασπιζόμενη αποτελεσματικά τα εθνικά συμφέροντα των χωρών. Σε αυτή την περίπτωση, ο υπέρτατος κανόνας θα πρέπει να είναι η αταλάντευτη αλληλεγγύη στα κράτη-μέλη». Συνεχίζει το ρεπορτάζ: «Και γιατί οι πολίτες της Ευρώπης θα πρέπει να ψηφίζουν σε εθνικές εκλογές για τους ηγέτες τους όταν οι αποφάσεις για τους μισθούς και τις συντάξεις τους θα λαμβάνονται κεντρικά από τις Βρυξέλλες; … Αναλυτές πιστεύουν ότι το επόμενο βήμα πρέπει να είναι η πολιτική ένωση, το ευρωκοινοβούλιο να έχει περισσότερες εξουσίες, ίσως και η ηγεσία της Κομισιόν να προκύπτει από πανευρωπαϊκές εκλογές».
 
Η «πολιτική ολοκλήρωση» της Ευρώπης
Η αλήθεια είναι ότι το εν λόγω σχέδιο, αυτό της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους δεν είναι καθόλου καινούριο. Η άμεση υλοποίησή του επιχειρείται μεθοδικά εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Άλλες από αυτές έχουν πετύχει και άλλες όχι. Για παράδειγμα, η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός Ευρωσυντάγματος προσέκρουσε στο «ΟΧΙ» των πολιτών στη Γαλλία και την Ολλανδία το 2005, όταν διενεργήθηκε το σχετικό δημοψήφισμα. Στις άλλες χώρες δεν έγινε δημοψήφισμα, και γενικώς το «όχι» έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως επιχείρημα κατά της διενέργειας δημοψηφίσματος από πολλά πολιτικά στελέχη. Η συνθήκη της Λισσαβώνας, μια προσπάθεια να ενισχυθεί το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», προσέκρουσε στο δυνατό «Όχι» της Ιρλανδίας το 2009, αλλά οι περισσότερες χώρες και πάλι απέφυγαν να ρωτήσουν τους λαούς τους γι’ αυτό. Στο μεταξύ, εντείνονται οι συζητήσεις περί αναγκαιότητας κοινής εξωτερικής πολιτικής, κοινού υπουργού οικονομικών κλπ, ενώ παρόμοιες προσπάθειες γίνονται και στον τομέα της άμυνας.
Η Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ), που έγινε πράξη με το ευρώ το 2002, ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ευρωπαϊκού κράτους. Η σημερινή «κρίση» αξιοποιείται με ιδιαίτερα ευέλικτο τρόπο έτσι ώστε να επαναπροωθηθούν στην κεντρική ατζέντα των πολιτικών διεργασιών οι θεσμοί που θα δώσουν ξανά σχήμα και μορφή στην ενωμένη ομόσπονδη Ευρώπη.
 
Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και το εθνικιστικό πρόταγμα
Μέσα στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν γίνει πολλά βήματα προς την σύγκλιση των πολιτικών των μελών-χωρών σε ζητήματα όπως το περιβάλλον, η μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ.. Ταυτόχρονα έχει γίνει η πολύ καθοριστική σύγκλιση των οικονομιών των χωρών που εντάχθηκαν στην ΟΝΕ, ενώ συνεχίζονται εντατικά οι προσπάθειες και διαβουλεύσεις στα πεδία της λεγόμενης «υψηλής» ή «σκληρής πολιτικής», που είναι τα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας και αστυνόμευσης, κοινής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και συνταγματικής θεσμοθέτησης. Όμως, η σύγκλιση στα ζητήματα «σκληρής πολιτικής» προχωρά με πιο αργά βήματα, και ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι οι αντιστάσεις που προβάλουν τα εθνικά κράτη-μέλη σε μια ενδεχόμενη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας τους. Γενικά, οι επιμέρους εθνικές ταυτότητες και ταυτίσεις των πολιτών είναι εξόχως σημαντικές και προβάλλουν αντιστάσεις. Είναι οι ίδιες ταυτότητες που χρησιμοποιούνται από τους κρατικούς μηχανισμούς όταν επιδιώκεται ο αποπροσανατολισμός των πολιτών καθώς το εθνικό φρόνημα εγείρει τις συναισθηματικές ταυτίσεις με την ομάδα και βάζει αναχώματα στην ορθολογική κριτική σκέψη. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, καταβάλλεται μια συντονισμένη προσπάθεια σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να δημιουργηθεί μια ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα και ταύτιση.
Από τις αρχές του 1990 και μετά, υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη λεγόμενη ευρωπαϊκή ταυτότητα, συνείδηση κλπ, αλλά και η τάση ανάδειξης μιας τέτοιας ταύτισης με διάφορους τρόπους. Αυτή η τάση άλλοτε δείχνει ως μια ασυνείδητη διαδικασία και άλλοτε παίρνει τη μορφή συστηματικής προσπάθειας. Στο ακαδημαϊκό επίπεδο παρατηρούμε την ύπαρξη σημαντικού αριθμού βιβλίων, άρθρων και συνεδρίων που έχουν είτε ως βασική είτε ως συμπληρωματική θεματολογία το ερώτημα αν υπάρχει ή αν μπορεί να υπάρξει μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα». Μάλιστα, η προσέγγιση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» γίνεται με όρους «εθνικής» ταυτότητας, εξετάζεται, δηλαδή, αν και σε ποιο βαθμό είναι εφικτό οι πολίτες της ΕΕ να έχουν ή να αισθάνονται ότι έχουν κοινές μνήμες, σύμβολα, παραδόσεις, αξίες και, επίσης, σε ποιο βαθμό μπορεί η κοινή τους «ευρωπαϊκή ταυτότητα» να υπερκεράσει τις επιμέρους εθνικές και να κυριαρχήσει. Υποστηρίζεται δηλαδή ευρέως ότι μια οικονομική και διοικητική ενοποίηση των κρατών δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στο χρόνο χωρίς τη συναισθηματική ταύτιση των επιμέρους εθνών.
Στο επίπεδο των ρητορικών αναφορών των επίσημων φορέων πολιτικού λόγου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκύπτει η συχνή τους αναφορά σε μια κοινή «ευρωπαϊκή ταυτότητα», πολιτισμό, παρελθόν αλλά και μέλλον, και μάλιστα ως κάτι το αυτονόητο αλλά και με τρόπο που συχνά θυμίζει πολιτικούς όταν απευθύνονται στο εσωτερικό της χώρας τους (π.χ. ο Verheugen, επίτροπος υπεύθυνος για τη διεύρυνση, εξέφραζε σε ομιλία του την άποψη ότι δε μπορεί κανείς να είναι Γερμανός, Έλληνας κλπ. χωρίς καταρχάς να είναι Ευρωπαίος).
Το πιο σημαντικό όμως επίπεδο αναφοράς μας αφορά αυτό των σχεδιαζόμενων πολιτικών. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας πολλές ευρωπαϊκές χώρες προχώρησαν στη συγγραφή βιβλίων ιστορίας για τη βασική εκπαίδευση ακολουθώντας σε ορισμένο βαθμό τις σχετικές Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ). Η ανάγνωση αυτών των Συστάσεων έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ιδέα της Ευρώπης και στο πως αυτή θα πρέπει να παρουσιαστεί στα βιβλία. Εκεί αναφέρεται ότι η διδασκαλία της ιστορίας θα πρέπει «να αποτελεί μέρος μιας εκπαιδευτικής πολιτικής με άμεσο ρόλο στην πρόοδο των νέων, προωθώντας την ενεργή τους συμμετοχή στο χτίσιμο της Ευρώπης», πολιτικής που θα «ενθαρρύνει τη διδασκαλία περιόδων και εξελίξεων που έχουν μια προφανή ευρωπαϊκή διάσταση, και ειδικότερα ιστορικών ή πολιτιστικών γεγονότων που υπογραμμίζουν την ευρωπαϊκή συνειδητότητα» (σελ 50, 51). Επιπλέον, για την προώθηση της ευρωπαϊκής διάστασης στην ιστορία η Σύσταση αυτή καλεί τους φορείς να λάβουν υπ’ όψη το γενικότερο πρόγραμμα “Learning and Teaching about the History of Europe in the 20th Century” και να προωθήσουν τα εκπαιδευτικά συγγράμματά του. Το πρόγραμμα αυτό ορίζει ως έναν από τους τρεις βασικούς του σκοπούς «την προώθηση της συνειδητότητας της ευρωπαϊκής ταυτότητας».
Αν και το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν ταυτίζεται με την ΕΕ, εντούτοις όλες οι χώρες της ΕΕ αποτελούν μέλη του. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι η ευρωπαϊκή σημαία (ο κύκλος με τα χρυσά αστέρια σε ένα μπλε φόντο) δημιουργήθηκε από το ΣτΕ το 1955 ως ένα έμβλημα της Ευρώπης και «ένα σύμβολο με το οποίο οι κάτοικοί της θα μπορούσαν να ταυτιστούν», όπως αναφέρει. Το σύμβολο αυτό υιοθέτησε και η ΕΕ, με την έγκριση του ΣτΕ, το 1986.
Υπάρχουν πολλά περισσότερα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ, όπως επιδοτούμενα προγράμματα της ΕΕ για την ενθάρρυνση και χρηματοδότηση «δραστηριοτήτων που προάγουν την ευρωπαϊκή διάσταση στην πολιτισμική κληρονομιά». Αυτά τα στοιχεία έχουν ήδη παρουσιαστεί σε εκτενή μελέτη μας επί του θέματος, που έχει δημοσιευτεί στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης (τεύχος 25, Μάιος 2005) και έχει αναδημοσιευτεί ολόκληρο στο διαδίκτυο (www.nellypsarrou.com→άρθρα). Το καίριο ζήτημα όμως παραμένει: αυτή η κατεύθυνση που δίνεται στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση από τους σχεδιαστές της ουσιαστικά οδηγεί στη δημιουργία ενός υπερ-κράτους, και μάλιστα ενός εθνικού ευρωπαϊκού υπερ-κράτους. Πρόκειται δηλαδή για μια κατεύθυνση εθνικιστική. Όπως γνωρίζουμε από τις κλασικές θεωρίες περί εθνικισμού, το εθνικιστικό πρόταγμα αναφέρεται στη δημιουργία μιας συγκεντρωτικής θεσμικής εξουσίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση του «κοινού τόπου» των πολιτών, με πρώτη και κύρια την κεντρικά οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα, αλλά και την εκπαίδευση, τη νομοθεσία κλπ, η οποία όμως διαμορφώνεται γύρω από μια «φαντασιακή κοινότητα», δηλαδή γύρω από την εμπέδωση κοινής ταυτότητας στα μέλη που την αποτελούν. Η αίσθηση κοινής ταυτότητας και συνείδησης θεωρείται συνδετικός κρίκος για τα διαφορετικά μέλη της κατασκευασμένης κοινότητας και, ταυτόχρονα, χρησιμεύει προπαγανδιστικά στο κεντρικό κράτος για να εμφυσήσει την αίσθηση του κοινού συμφέροντος όταν οι πολίτες αντιδρούν στις αυθαιρεσίες του!
Όταν πρωτοανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας σε σχετικό επιστημονικό συνέδριο οι διανοούμενοι υπερασπιστές του μοντέλου που προωθείται αντέδρασαν λέγοντας: «Μα, χρειάζεται ένα αντίβαρο στις ΗΠΑ»! Παρακάμπτοντας το θέμα της επιστημονικότητας του εν λόγω επιχειρήματος, οφείλουμε να πούμε δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι, η δημιουργία ευρωπαϊκού ομόσπονδου κράτους, όπως επιδιώκεται, ουσιαστικά προωθεί συγκεντρωτικές κρατικές δομές σε μία κεντρική εξουσία. Το αντίθετο, δηλαδή η συνομοσπονδία κρατών, δηλαδή η ισότιμη συνεργασία ανεξάρτητων και αυτόνομων εθνικών κρατών, δεν υπάρχει πουθενά στην πολιτική συζήτηση αυτή τη στιγμή. Το δεύτερο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως, αυτή η προοπτική όχι μόνο δεν αποδυναμώνει τις ΗΠΑ αλλά, απεναντίας, εντάσσεται σε έναν πολιτικό σχεδιασμό που αυτές ενισχύουν και υποστηρίζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ίδιο το ευρωομόλογο. Όταν εντάθηκαν οι συζητήσεις στην ΕΕ για την έκδοσή του ή όχι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα αλλά και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον με δηλώσεις τους πίεζαν την Ευρώπη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων προχωρώντας σε αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο Ομπάμα δήλωνε στις 22 Μαίου 2012: «Το πιο σημαντικό είναι να αναγνωρίσει η Ευρώπη ότι το σχέδιο του ευρώ είναι παραπάνω από ένα νόμισμα. Πρέπει να υπάρξει πιο αποτελεσματική συνεργασία για την δημοσιονομική πολιτική και την ανάπτυξη». Την έκδοση του ευρωομολόγου άλλωστε υποστηρίζουν τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και το ΔΝΤ.
Ας κλείσουμε αυτό το άρθρο από κει περίπου που ξεκινήσαμε. Μέσα σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, με κεντρικό άξονα το ίδιο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και όχι τους πολίτες, η κρίση αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών σε ολοένα και λιγότερα χέρια που θα καθορίζουν τις τύχες των πολλών. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα, καθώς και η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια ολοένα και λιγότερων ανθρώπων. Ένα ενιαίο ευρωπαϊκό υπερ-κράτος φυσικά και τάσσεται προς αυτή την κατεύθυνση. Ας μην φαντάζεται κανείς ότι θα ξυπνήσει αύριο το πρωί και θα υπάρχει μια παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Αυτό που είναι πιο λειτουργικό είναι λίγοι συγκεντρωμένοι πόλοι εξουσίας που θα συνεννοούνται, ή θα αντιμάχονται, μεταξύ τους. Ο κατακερματισμός των εξουσιών αποτελεί αντίβαρο σε μια τέτοια συγκεντρωτική εξουσία. Γι’ αυτό και οι θιασωτές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης βιάστηκαν να πανηγυρίσουν το τέλος των εθνικών κρατών ήδη από τις αρχές του 1990: αυτό που κατά τον 18-19ο αιώνα εξυπηρετούσε το διεθνές εμπόριο, σήμερα είναι εμπόδιο και πρέπει να παρακαμφθεί. Με κάθε τρόπο. Ακόμα και με έναν νέο εθνικισμό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου