Σκέψεις
επί του αρ. 83 Κ.Δ.Υ.
Η
πρόνοια Νόμου κατά το αρ. 83 Κ.Δ.Υ.
διατυπώνεται διττά: αποτρεπτικά και
τιμωρητικά. Ο Νομοθέτης προνοεί, δηλαδή,
αυτό να λειτουργεί αφενός αποτρεπτικά
στο ενδεχόμενο απόκρυψης των τυπικών
προσόντων μετάταξης, αφετέρου να
ενεργοποιείται τιμωρητικά εφόσον δεν
ικανοποιηθεί πρώτα η αποτροπή, αυτής
καθ’ αυτής, της απόκρυψης. Εάν, όμως,
δεν προκύψει κατά τεκμήριο η εσκεμμένη
απόκρυψη και συνεπώς η υπαιτιότητα επί
της απόκρυψης των προσόντων, τότε δεν
υφίσταται ad
hoc
και η προϋπόθεση (δηλαδή η αποτυχία
αποτροπής) εξαιτίας της οποίας δύναται
να ενεργοποιηθεί η τιμωρητική διάταξη
του άρθρου. Άρα οι διατάξεις (απόκτηση
τυπικών προσόντων μετά τον διορισμό
ειδάλλως διετή δόκιμη υπηρεσία και
οχταετή ποινή αναμονής), που προβλέπονται
βάσει της πρόνοιας του αρ. 83 Κ.Δ.Υ. οφείλουν
σε αυτήν την περίπτωση να μην εφαρμοστούν
στο σύνολό τους.
Η
υιοθέτηση και εφαρμογή πάραυτα των ως
άνω διατάξεων του άρθρου, ως έχει,
σημαίνει πως δεν ελήφθησαν υπόψη οι
περιγραφείσες αναγκαίες προϋποθέσεις,
για τις οποίες επιδιώκει ο Νομοθέτης
να προνοήσει, και κυρίως το ειδικό βάρος
της υπαιτιότητας στο μέτρο που αυτός
θέλει να εμπνεύσει το Δίκαιο στο Νόμο,
εν προκειμένω στο υπό εξέταση άρθρο.
Η έννοια της υπαιτιότητας εδώ θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με την έννοια της αποτροπής, κατά τη διττή διατύπωση του άρθρου, καθώς ο υπάλληλος δεν μπορεί να αποτραπεί από το να αποκρύψει, εάν χωρίς υπαιτιότητά του σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι κάτοχος του κατά το άρθρο αντικειμένου της απόκρυψης. Οι συνθήκες αυτές βέβαια δεν τυγχάνουν προσδιορισμού βάσει του άρθρου.
Η έννοια της υπαιτιότητας εδώ θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με την έννοια της αποτροπής, κατά τη διττή διατύπωση του άρθρου, καθώς ο υπάλληλος δεν μπορεί να αποτραπεί από το να αποκρύψει, εάν χωρίς υπαιτιότητά του σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι κάτοχος του κατά το άρθρο αντικειμένου της απόκρυψης. Οι συνθήκες αυτές βέβαια δεν τυγχάνουν προσδιορισμού βάσει του άρθρου.
Ως
εκ τούτου, το αθέλητο κενό στο παραπάνω
εκ μέρους του Νομοθέτη προκαλεί κατά
τρόπο τινά την στρέβλωση των κανόνων,
που ο ίδιος κλήθηκε να θεσπίσει και
κατόπιν να διαφυλάξει, με σκοπό την
δίκαιη και νόμιμη διευθέτηση των
μετατάξεων των δικαστικών υπαλλήλων
και την αξιοκρατικά εύρυθμη, δίκαιη και
νόμιμη λειτουργία του Δημοσίου, επειδή
προβάλλει τον ίδιο τον Νομοθέτη και
κατ’ επέκταση το Δημόσιο στο ρόλο του
κατ’ αντίληψη κραταιού Λεβιάθαν που
αντανακλαστικά πλέον καταδιώκει τον
υπάλληλο ως παραβάτη, γιατί ο τελευταίος
υποθετικά, απέναντι στον Νόμο, και εφεξής
μόνο εξαιτίας της ύπαρξης του Νόμου, θα
λυμαίνεται των θαλασσών του Δημοσίου
- Λεβιάθαν. Κατά συνέπεια το Δημόσιο ως
Λεβιάθαν είναι αυτό που εδώ κατά την
αυτοδίκαιη άσκηση της εξουσίας του
παρανομεί ποικιλοτρόπως επειδή έτσι
επιτρέπει, και με την εδραίωση του ως
άνω κενού διαιωνίζει, στις σχέσεις
υπαλλήλου – δημοσίου την αυθαιρεσία,
καθώς και συμπεριφορές αυθεντίας.
Για
τους λόγους αυτούς ζητώ, είτε να ερμηνευθεί
το παραπάνω άρθρο βάσει αποφάσεως του
οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου ή να
αλλάξει η διατύπωσή του στον Κ.Δ.Υ.
Αθήνα,
5-10-2018
Σπύρος
Αγγελόπουλος – Δικαστικός Υπάλληλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου